ὑποθετικῆς

ὑποθετικῆς
ὑποθετικός
hypothetical
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διαχωρητός — ή, ό (ν) 1. αυτός που μπορεί να διεισδύσει, να διαπεράσει 2. (για τροφές) ευκολοχώνευτος, ευκοίλιος 3. το ουδ. ως ουσ. το διαχωρητό ιδιότητα υποθετικής ουσίας που μπορεί να διεισδύσει μέσα στα μόρια τής ύλης …   Dictionary of Greek

  • σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… …   Dictionary of Greek

  • τε — ΝΜΑ (ως συμπλεκτ. σύνδ.) χρησιμοποιείται αντί τού και, στη νεοελλ. ως λόγιος τ. ιδίως σε προτάσεις που περιέχουν δύο και, αντί τού πρώτου (α. «είναι άριστος γνώστης τής τε αρχαίας και τής νεοελληνικής γλώσσας» β. «χρὴ...λαχάνων ἅπτεσθαι, κοιλίαν… …   Dictionary of Greek

  • τετίημαι — Α (επικ. παρακμ. χωρίς ενεστ.) 1. είμαι λυπημένος («τετιημένος ἦτορ» θλιμμένος στην καρδιά του, Ομ. Ιλ.) 2. (η μτχ. ενεργ. παρακμ. με την ίδια σημ.) φρ. «τετιηότι θυμῷ» με θλιμμένη καρδιά, με περίλυπη ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία… …   Dictionary of Greek

  • φετίχ — Όρος που παράγεται από το λατινικό factitius, από το οποίο προέρχεται η πορτογαλική λέξη fetiço (= μαγικό), που χρησιμοποίησαν οι πρώτοι αποικιστές της δυτικής Αφρικής για να χαρακτηρίσουν τα φυλαχτά, είδωλα και ιερά αντικείμενα κάθε είδους που… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοδυναμισμός — ο, Ν 1. (στον αποκρυφισμό) είδος ανθρώπινης υποθετικής ακτινοβολίας που εκπέμπεται από το σώμα ορισμένων μεσαζόντων και με την οποία ερμηνεύονται φαινόμενα τηλεπάθειας, τηλεκινησίας ή προαίσθησης 2. (στην ψυχιατρική) το σύνολο τών θεωριών για την …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • βόρεια φυλή — Τον όρο β.φ. (nordic) χρησιμοποίησε πρώτος ο ανθρωπολόγος Ντένικερ για να χαρακτηρίσει τον ανθρώπινο τύπο που διακρίνεται για το στενό του κρανίο (δολιχοκέφαλο) και το ανοιχτό χρώμα του και είναι διαδεδομένος ιδιαίτερα στις χώρες της βόρειας… …   Dictionary of Greek

  • Γέλιος — (Gellius). Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Γναίος (2ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος χρονογράφος. Έγραψε σε 97 βιβλία χρονικό της ρωμαϊκής ιστορίας από την αρχαιότατη εποχή. 2. Ποπλικόλας (1ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός. Έγινε πραίτορας… …   Dictionary of Greek

  • ρευστό — Σώμα του οποίου το σχήμα μπορεί να μεταβάλλεται εύκολα, εξαιτίας της μικρής συνοχής και της αμοιβαίας μετακίνησης των μορίων από τα οποία αποτελείται. Περισσότερο από τον όρο ρ. χρησιμοποιούμε συνήθως τον όρο «ρευστή κατάσταση» της ύλης, για να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”